περιομματοποιός

περιομματοποιός
-όν, Α
αυτός που δίνει όραση («περιομματοποιὸς τῆς ψυχῆς», Ιάμβλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ὀμματοποιός (< ὄμμα, -ατος + -ποιός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”